- ἐξόφθαλμος
- ἐξόφθαλμοςwith prominent eyesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξόφθαλμος — και εξώφθαλμος, ο (AM ἐξόφθαλμος, ον) 1. αυτός τού οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες 2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής νεοελλ. αυτός που προκαλεί εξοφθαλμία («εξόφθαλμος βρογχοκήλη») αρχ. αυτός που βλέπει κάτι με απληστία … Dictionary of Greek
εξόφθαλμος — η, ο επίρρ. α 1. που τα μάτια του εξέχουν από τις κοιλότητές τους, που πάσχει από εξοφθαλμία (βλ. λ.), ο γουρλομάτης. 2. (ιατρ.), που έχει ως σύμπτωμα την εξοφθαλμία (βλ. λ.): Εξόφθαλμη βρογχοκήλη. 3. μτφ., ολοφάνερος, καταφανής: Εξόφθαλμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξοφθάλμως — ἐξόφθαλμος with prominent eyes adverbial ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόφθαλμον — ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem acc sg ἐξόφθαλμος with prominent eyes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοφθάλμου — ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόφθαλμα — ἐξόφθαλμος with prominent eyes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόφθαλμοι — ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
εξώφθαλμος — η, ο βλ. εξόφθαλμος … Dictionary of Greek
κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek